καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… … Dictionary of Greek
δουκάτο — Περιοχή ή χώρα που διοικείται από δούκα. Αρχικά ο δούκας ήταν στρατιωτικός ηγέτης και δεν είχε οργανική σχέση με την περιοχή που διοικούσε. Ο όρος δ. εμφανίστηκε στις αρχές του 7ου αι. για να χαρακτηρίσει τη μεγάλη εδαφική περιοχή που κατείχε ο… … Dictionary of Greek
Αλεξάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καλαμάτα. Πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος στη Μόσχα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατέβηκε στην Ελλάδα, αφού πούλησε όλα του τα υπάρχοντα. Τέθηκε επικεφαλής σώματος που συντηρούσε… … Dictionary of Greek
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek
Ερμαίον — Ονομασία ακρωτηρίων κατά την αρχαιότητα. 1. Ακρωτήριο του Βοσπόρου (σήμερα Ρούμελη Χισάρ), όπου στήθηκε η μία άκρη της γέφυρας του Δαρείου για τη διάβαση των Περσών. 2. Ακρωτήριο της Λιβύης, μεταξύ Γαφάρων και Μεγάλης Λέπτης. 3. Η βορειοανατολική … Dictionary of Greek
Πράγα — (Praha). Πρωτεύουσα της Τσεχίας και επαρχία και η ίδια (Hlavni mesto Praha, 496 τ. χλμ.). Η Π., που βρίσκεται σε θαυμάσια θέση στις όχθες του Μολδάβα (Βλτάβα), παραποτάμου του Έλβα, στην καρδιά της Βοημίας, στη συμβολή ενός πυκνού οδικού,… … Dictionary of Greek